χυδαιότητα

χυδαιότητα
η / χυδαιότης, -ητος, ΝΜΑ [χυδαῑος]
η ιδιότητα τού χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα τού χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῑν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)
νεοελλ.
χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο»)
μσν.
1. σύγχυση, έλλειψη τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)
2. κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («χυδαιότης ῥημάτων», Φώτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χυδαιότητα — χυδαιότης vulgarity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγωγία — Γιορτή που γινόταν κατά την αρχαιότητα στην Ερύκη της Σικελίας προς τιμήν της θεάς Αφροδίτης. Οι Ερυκίνοι πίστευαν ότι η Αφροδίτη την ημέρα της γιορτής αυτής έφευγε από την πόλη τους και πήγαινε στη Λιβύη μαζί με τα ιερά περιστέρια της. Μετά από… …   Dictionary of Greek

  • γουρουνιά — η τρόπος που ταιριάζει σε χοίρο, λαιμαργία, χυδαιότητα …   Dictionary of Greek

  • ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… …   Dictionary of Greek

  • κτηνωδία — και χτηνωδία, η (AM κτηνωδία, Α και κτηνώδεια) [κτηνώδης] η κατάσταση τού κτηνώδους νεοελλ. μσν. ηθική πώρωση, βαναυσότητα, χυδαιότητα, απανθρωπιά …   Dictionary of Greek

  • μικροπρέπεια — η (Α μικροπρέπεια και μτγν. τ. σμικροπρέπεια) [μικροπρεπής] 1. ο χαρακτήρας τού μικροπρεπούς, το να κάνει κανείς πράγματα που ταιριάζουν σε ασήμαντους ή ποταπούς ανθρώπους, αναξιοπρέπεια, ευτέλεια χαρακτήρα 2. χυδαιότητα, προστυχιά αρχ. 1. το… …   Dictionary of Greek

  • προστυχιά — η, Ν [πρόστυχος] 1. χυδαιότητα, ευτέλεια, χαμέρπεια 2. πρόστυχη πράξη («δεν μπορώ να ανεχθώ τις προστυχιές») …   Dictionary of Greek

  • συρφετία — ἡ, Μ [συρφετός] χυδαιότητα …   Dictionary of Greek

  • χοντροσύνη — η, Ν 1. η ιδιότητα τού χοντρού 2. μτφ. βαναυσότητα, χυδαιότητα 3. παροιμ. φρ. «η πολλή χοντροσύνη δεν κάνει αγιοσύνη» δηλώνει ότι η υποδούλωση στις γαστριμαργικές ορέξεις δεν οδηγεί στην αγιοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. σύνη*] …   Dictionary of Greek

  • χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”